ΑΝΕΡΑΪΔΕΣ
Ο μύθος
"Η μπόλια της νεράιδας"
«Ανεράιδες»
Οι νεράιδες είναι μυθικά όντα από τη λαογραφία πολλών ευρωπαϊκών πολιτισμών και χαρακτηρίζονται ως μεταφυσικά πνεύματα. Στην Ελληνική λαογραφία συσχετίζεται με νύμφες και ειδικότερα Νηρηίδες.
Ο όρος νεράιδα έχει εφαρμοστεί κατά καιρούς σε συγκεκριμένα μαγικά πλάσματα με ανθρώπινη εμφάνιση, μαγικές δυνάμεις, αιθέρια ομορφιά και με μια τάση για παραπλάνηση.
Οι μύθοι για τις νεράιδες δεν έχουν συγκεκριμένη προέλευση, αλλά προέρχονται από μια συλλογή λαϊκών ιστοριών από πολλές πηγές.
Τις νεράιδες τις συναντάμε με διάφορα ονόματα Αερικά, Νύμφες, Σειρήνες, Νηρηίδες και στην Ελληνική ύπαιθρο και στα χωριά μας ακούμε διάφορα ονόματα όπως: Αγερικά, Αιθέριες, Καλομοίρες, Ξωνέρια, Ξωθιές, Καλούδες, Ανεμικές, Ξωτικά.
Στο νησί μας είναι γνωστές ως «Ανεράιδες» και συνδέονται με έναν μύθο και την οικογένεια των Μποφίλιων, που πάντα μας έλεγε η γιαγιά μας… η Ρηνιώ Μποφίλιου.
«Η μπόλια της νεραΐδας.»
Τα παλιά τα χρόνια υπήρχε ένα γιοκαράτσι που ήτανε από τη φαμίλια τη δική μας, των Μποφίλιδων. Ήτανε γεωργός, ξωτάρης και κάθε βράδυ κοιμούντανε στο τσελί του. Προτού όμως κοιμηθεί, έπαιρνε το σουραυλάτσι του, καθούντανε δίπλα στ’ αλώνι σφουρούσενε.
Άμα θε’ να παίξει με το σουραύλι, ερχούντανε μες στ’ αλώνι ανεραΐδες και χορεύανε. Μια νεραΐδα ήτανε πολύ όμορφη, γι’ αυτό ο νεαρός την αγάπησενε, μα δεν μπορούσενε να κάμει τίποτα, αφού οι ανεραΐδες είναι ξωτικά. Ένας γέρος, όμως, που το παληκάρι του ‘πενε τον καημό του τόνε συμβούλεψενε:
“Αν θες να τήνε κάμεις γυναίκα σου, να τσ’ αρπάξεις την μπόλια τσης την ώρα που θε’ να χορεύει. Κειδά, στην μπόλια βρίσκεται η αδύναμη των ανεραΐδων.”
Έτσι, τη νύχτα που άρχισενε ο χορός και το τραγούδι στ’ αλώνι, πάει σιγά σιγά το παληκάρι και τραβά την μπόλια απ’ την τσεφαλή τσ’ ανεραΐδας. Μόλις γίνηκενε αυτοδά, ούλες οι άλλες οι άλλες ανεραΐδες γινήκανε αγέρας και χαθήκανε. Αυτή, όμως, που τσ’ έλειπενε η μπόλια ‘πόμεινε κειδά,, γιατί είχενε χάσει την αδύναμή τσης.
Αφού, το λοιπόν, χωρίς την μπόλια ήτανε σαν άνθρωπος πια, το παληκάρι τήνε πήρε γυναίκα του. Κάμανε πολλά παιδιά, αλλά η ανεραΐδα πάντοτε λαχταρούσενε να γενεί ξανά όπως ήτανε παλιά και στραφεί πίσω στις συντρόφισσές τσης.
Μια φορά, μέσα στη Χώρα, γινούτανε ένας γάμος κι η ανεραΐδα ήθελενε να στολιστεί και να πάει κι αυτή. Πάει στον άντρα τσης και του λέει:
“Δώς μου την μπόλια μου, να στολιστώ και να πάω στον γάμο.”
“Όχι, δε σου τηνε δώνω!” τση λέει εκείνος, γιατί φοβούτανε ότι θε’ να του φύει.
Κείνη, όμως, επέμενε, έκλαιε, τονε παρακαλούσενε και του ‘δώνε υπόσχεση πως δε θε ‘να φύει. Στο τέλος, εκείνος τηνε λυπήθηκενε και τση ‘δώσενε την μπόλια.
Πάει, λοιπόν, η ανεραΐδα στο γάμο με την μπόλια στην τσεφαλή και αρχινά το χορό. Κειδά που χόρευενε αρχίσενε να σηκώνεται απ’ τη γης και να πετά στους ουρανούς. Γίνηκενε αγέρας και χάθηκενε απ’ τα μάτια ουλονών.
Η ανεραΐδα στράφηκενε στη ζωή τσης την παλιά, αλλά το σπίτι και τα παιδάτσα της, δεν τα λυσμονούσενε. Κάθε μέρα πήαινε στο σπίτι, την ώρα που ο άντρας τσης ήτανε όξω, τα έπλενε, τα χτένιζε, τα ‘στελνε στο σκολειό, μαγείρευενε και μασάρευενε. Ο άντρας τσης ερχούτανε απ’ όξω, τα βρισκενε ούλα έτοιμα, αλλά η γυναίκα είχενε φύγει.
Ακόμη, μέχρι τα σήμερα, πιστεύουμε ότι η δική μας οικογένεια, των Μποφίλιδων, κρατά απ’ τσι ανεραΐδες.
Αφήγηση: Ρηνιώ Μποφίλιου
(απ’ το βιβλίο του Γιώργη Βενετούλια, “Δέκα παραδόσεις από τη Χώρα της Κύθνου”)